- σπίλον
- τὸ, Αστον πληθ. τά σπίλα1. έντερα2. (κατά τον Ησύχ.) «τα στέμφυλα».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με τον τ. σπίλος (Ι) «ρύπος, κηλίδα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπίλον — strings of gut neut nom/voc/acc sg σπίλος rock masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίλοις — σπίλον strings of gut neut dat pl σπίλος rock masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίλου — σπίλον strings of gut neut gen sg σπίλος rock masc gen sg σπιλόω stain pres imperat act 2nd sg σπιλόω stain imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίλων — σπίλον strings of gut neut gen pl σπίλος rock masc gen pl σπιλόω stain imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) σπιλόω stain imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίλῳ — σπίλον strings of gut neut dat sg σπίλος rock masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπίλος — (Ιατρ.). Δυσπαλία των ιστών που συχνότερα και εμφανέστερα προσβάλλει το δέρμα. Οι σ. προέρχονται από συσσώρευση κυττάρων γεμάτων με μελανίνη, που ονομάζονται μελανοφόρα κύτταρα. Η όψη τους εξαρτιέται από τον αριθμό αλλά και από την κατάσταση των… … Dictionary of Greek
πίνος — ο, ΝΜΑ 1. (για ένδυμα ή για τρίχωμα ανθρώπων ή ζώων, κυρίως τών προβάτων) λιπώδης ακαθαρσία, λέρα, λίγδα 2. η οξείδωση τών χαλκών ανδριάντων, ο ιός που σχηματίζεται στα μέταλλα («ἐθαύμαζε δὲ τοῡ χαλκοῡ τὸ ἀνθηρόν, ὡς οὐ πίνῳ προσεοικός», Πλούτ.)… … Dictionary of Greek
ρυτίδα — η / ῥυτίς, ίδος, ΝΑ, και αιολ. τ. βρυτίς, Α πτύχωση, ζαρωματιά που σχηματίζεται σε μια επιφάνεια και, ιδίως, στο δέρμα ως αποτέλεσμα τής γήρανσης (α. «φάνηκαν οι πρώτες ρυτίδες στο πρόσωπό της» β. «ἐν τῷ προσώπῳ τῶν ῥυτίδων ὅσας ἔχει», Αριστοφ.)… … Dictionary of Greek
σπίλα — τὰ, Α βλ. σπίλον … Dictionary of Greek
σπίλα — σπίλᾱ , σπίλη strings of gut fem nom/voc/acc dual σπίλᾱ , σπίλη strings of gut fem nom/voc sg (doric aeolic) σπίλον strings of gut neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)